-
1 промежуток
το διάστημα, το διάκενοзамкнутый - мат. κλειστό -открытый - мат. ανοιχτό -полузамкнутый - мат. ημιανοιχτό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промежуток
-
2 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор